- ἄσπαρτα
- ἄσπαρτοςunsownneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσπαρτος — η, ο (AM ἄσπαρτος, ον) [σπείρω] (για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε νεοελλ. 1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το το φυτό ερύγγιο… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
άσπαρτος — η, ο επίρρ. α 1. (για χωράφια), αυτός που δε σπάρθηκε, που έμεινε χωρίς σπορά: Τα χωράφια μας έμειναν φέτος άσπαρτα. 2. (για σπόρους), αυτός που δε ρίχτηκε στη γη: Έχω ακόμη άσπαρτες τις φακές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)